- ἀπονητί
- ἀπονητίwithout fatigueindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απόνητος — ἀπόνητος, ον (Α) 1. ο δίχως κόπο και μόχθο 2. αυτός που δεν δεινοπαθεί, δεν υποφέρει 3. επίρρ. απονητί ακοπίαστα … Dictionary of Greek